请输入您要查询的单词:
单词
atemorizou
释义
atemorizou
Portuguese
Verb
atemorizou
third-person singular preterite of
atemorizar
随便看
λευκόφθαλμος
λευκόχρυσε
λευκόχρυσο
λευκόχρυσος
λευκόχρυσου
λευκώ
λευκώλενος
λευκών
Λευκώνιον
λευκὰ
λευκὸν
λευκῆς
λευκῇ
λευκῶν
λευκῷ
λευρός
Λευτέρης
Λευτέριος
Λευτεράκης
Λευτεριά
λευτεριά
λευχ-
λευχαιμία
Λευϊτικού
Λευϊτικό
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 4:32:11