请输入您要查询的单词:
单词
puisēni
释义
puisēni
Latvian
Noun
puisēni
m
nominative plural form of
puisēns
vocative plural form of
puisēns
随便看
αμεμψίμοιρος
αμερί
αμερίκιο
Αμερικάνα
Αμερικάνας
Αμερικάνε
Αμερικάνες
αμερικάνικα
αμερικάνικε
αμερικάνικες
αμερικάνικη
αμερικάνικης
αμερικάνικο
αμερικάνικοι
αμερικάνικος
αμερικάνικου
αμερικάνικους
αμερικάνικων
Αμερικάνο
Αμερικάνοι
Αμερικάνος
Αμερικάνου
Αμερικάνους
Αμερικάνων
Αμερική
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 12:29:42