αμερικάνικους
See also: αμερικανικούς
Greek
Adjective
αμερικάνικους • (amerikánikous)
- Accusative plural masculine form of αμερικάνικος (amerikánikos).
单词 | αμερικάνικους |
释义 | αμερικάνικουςSee also: αμερικανικούς |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。