请输入您要查询的单词:
单词
propellevate
释义
propellevate
Italian
Verb
propellevate
second-person plural imperfect indicative of
propellere
随便看
λαοῖσι
λαοῖσιν
λαοῦ
λαπάρα
λαπάρη
λαπάρην
Λαπίθαι
Λαπίθης
λαπαροσκόπηση
λαπαροσκόπιο
λαπαρός
Λαρίσης
λαρδί
λαρινός
λαρκαγωγός
λαρυγγίτιδα
λαρυγγικά
λαρυγγικές
λαρυγγική
λαρυγγικής
λαρυγγικοί
λαρυγγικού
λαρυγγικούς
λαρυγγικό
λαρυγγικός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 10:04:08