请输入您要查询的单词:
单词
praecurret
释义
praecurret
Latin
Verb
praecurret
third-person singular future active indicative of
praecurrō
随便看
νομίζω
νομίζων
νομίσαντες
νομίσας
νομίσῃ
Νομαδική
Νομαντία
Νομαντῖνος
νομεύς
νομιζόμενα
νομιζόμενος
νομικά
νομικέ
νομικές
νομική
νομικής
νομικοί
νομικού
νομικούς
νομικό
νομικό πρόσωπο
νομικός
νομικών
νομισματικός
νομισματοκοπείο
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 10:37:36