请输入您要查询的单词:
单词
likumībā
释义
likumībā
See also:
likumība
Latvian
Noun
likumībā
f
locative singular form of
likumība
随便看
πρησμένη
πρησμένης
πρησμένο
πρησμένοι
πρησμένος
πρησμένου
πρησμένους
πρησμένων
πρηστήρ
ΠΡΙ
Πριάμοιο
Πριάμοιό
Πριάμου
Πριάμῳ
Πριήνη
Πριαμίδην
Πριαμίδης
Πριαμίδῃ
πριαπισμός
πριγκίπισσα
πριγκίπων
Πριηνεύς
πριν
πρινάρι
πριονίδι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/9/10 4:14:05