请输入您要查询的单词:
单词
lacriment
释义
lacriment
Latin
Verb
lacriment
third-person plural present active subjunctive of
lacrimō
随便看
αρπάχτρα
αρπάχτρας
αρπάχτρες
αρπίστα
αρπίστας
αρπίστες
αρπίστρια
αρπίστριας
αρπίστριες
αρπίχορδα
αρπίχορδο
αρπίχορδου
αρπίχορδων
αρπαγές
αρπαγή
αρπαγής
αρπαγμάτων
αρπαγών
αρπακτικά
αρπακτικού
αρπακτικό
αρπακτικό πτηνό
αρπακτικός
αρπακτικότητα
αρπακτικότητας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 23:20:54