请输入您要查询的单词:
单词
krēslojušai
释义
krēslojušai
Latvian
Participle
krēslojušai
dative singular feminine form of
krēslojis
随便看
ακυνήγητος
ακυοφόρητος
ακυρίευτος
ακυριολεξία
ακυριολεξίας
ακυριολεξίες
ακυριολεξιών
ακυρολέκτησα
ακυρολεκτώ
ακυρολεξία
ακυρολεξίας
ακυρολεξίες
ακυρολεξιών
ακυρωτικός
ακυρότητα
ακυρότητας
ακυρώθηκα
ακυρώνομαι
ακυρώνω
ακυρώσεις
ακυρώσεων
ακυρώσεως
ακυρώσιμος
ακωδικοποίητος
ακωκές
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/12 6:13:55