请输入您要查询的单词:
单词
ακυρώθηκα
释义
ακυρώθηκα
Greek
Verb
ακυρώθηκα
•
(
akyróthika
)
1st person singular simple past form of
ακυρώνομαι
(
akyrónomai
)
.
随便看
αρτίοτητας
αρτίοτητες
αρτίου
αρτίστα
αρτίστας
αρτίστες
αρτίων
αρταίνομαι
αρταίνω
Αρταξέρξης
Αρτεμις
Αρτεμισία
αρτεμισία
αρτεμισίας
αρτεμισίες
αρτεμισιών
αρτεμόνων
αρτεργάτες
αρτεργάτη
αρτεργάτης
αρτεργάτρια
αρτεργάτριας
αρτεργάτριες
αρτεργατριών
αρτεργατών
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 22:02:23