请输入您要查询的单词:
单词
korrodiertem
释义
korrodiertem
German
Adjective
korrodiertem
strong dative
masculine
/
neuter
singular of
korrodiert
随便看
εξάδελφοι
εξάδελφος
εξάδερφε
εξάδερφο
εξάδερφοι
εξάδερφος
εξάλειψα
εξάμετρα
εξάμετρο
εξάντα
εξάντας
εξάντες
εξάντων
εξάρθηκα
εξάρτημα
εξάρτησα
εξάρτηση
εξάρτησης
εξάρτιση
εξάρτισης
εξάρτυση
εξάρτυσης
Εξάς
εξάσκηση
εξάσκησης
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 19:36:04