εξάμετρο
Greek
Noun
εξάμετρο • (exámetro) n (plural εξάμετρα)
- exametre
Declension
declension of εξάμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξάμετρο • | εξάμετρα • |
genitive | εξαμέτρου • | εξαμέτρων • |
accusative | εξάμετρο • | εξάμετρα • |
vocative | εξάμετρο • | εξάμετρα • |
Related terms
- εξά- (exá-, “eza-”)
- μέτρο n (métro, “metre”)
See also
- Appendix:Greek number and measurement