请输入您要查询的单词:
单词
inhaftierest
释义
inhaftierest
German
Verb
inhaftierest
Second-person
singular
subjunctive I of
inhaftieren
.
随便看
πυροβασία
πυροβολήθηκα
πυροβολικού
πυροβολικό
πυροβολισμέ
πυροβολισμοί
πυροβολισμού
πυροβολισμούς
πυροβολισμό
πυροβολισμός
πυροβολισμών
πυροβολούμαι
πυροβολώ
πυροβόλησα
πυροβόλο
πυροβόλο όπλο
πυροδοτώ
πυροδότησα
πυροκοτσύφων
πυροκότσυφα
πυροκότσυφας
πυροκότσυφες
πυρομέτρης
πυρομανής
πυρομανία
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 6:44:41