请输入您要查询的单词:
单词
indējām
释义
indējām
See also:
indējam
Latvian
Verb
indējām
1st person plural past indicative form of
indēt
随便看
γνωρίζω
γνωρίστηκα
γνωριμία
γνωσθέντες
γνωσθείς
γνωστά
γνωστέ
γνωστές
γνωστή
γνωστής
γνωστικισμέ
γνωστικισμού
γνωστικισμό
γνωστικισμός
γνωστικός
γνωστοί
γνωστοποίηση
γνωστοποίησης
γνωστοποιήσεις
γνωστοποιήσεων
γνωστοποιήσεως
γνωστού
γνωστούς
γνωστριών
γνωστό
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/12 6:22:18