γνωστοποίηση
Greek
Noun
γνωστοποίηση • (gnostopoíisi) f (plural γνωστοποιήσεις)
- announcement (the act and the result)
Declension
declension of γνωστοποίηση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | γνωστοποίηση • | γνωστοποιήσεις • | |
genitive | γνωστοποίησης • | γνωστοποιήσεων • | |
accusative | γνωστοποίηση • | γνωστοποιήσεις • | |
vocative | γνωστοποίηση • | γνωστοποιήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: γνωστοποιήσεως • |
See also
- see: έκδοση f (ékdosi, “edition, issue”)