请输入您要查询的单词:
单词
exasperatur
释义
exasperatur
Latin
Verb
exasperātur
third-person singular present passive indicative of
exasperō
随便看
αρματωλούς
αρματωλό
αρματωλός
αρματωλών
αρματωμάτων
αρματωσιά
αρματωσιάς
αρματωσιές
αρματωσιών
αρματώθηκα
αρματώματα
αρματώματος
αρματώνομαι
αρματώνομε
αρματώνουμε
αρματώνω
αρμεγμάτων
Αρμενία
Αρμενίας
αρμενίζω
Αρμενίου
Αρμενίους
Αρμενίων
Αρμενικά
αρμενικά
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 17:34:16