请输入您要查询的单词:
单词
αρματωλό
释义
αρματωλό
Greek
Noun
αρματωλό
•
(
armatoló
)
m
Accusative
singular
form of
αρματωλός
(
armatolós
)
.
随便看
ηθικός
ηθικότητα
ηθικότητας
ηθικότητες
ηθογραφία
ηθογραφίας
ηθολογία
ηθολογίας
ηθολογίες
ηθολογιών
ηθοπλαστικός
ηθοποιΐα
ηθοποιέ
ηθοποιία
ηθοποιίας
ηθοποιοί
ηθοποιού
ηθοποιούς
ηθοποιό
ηθοποιός
ηθοποιών
ηθών
Ηλέκτρα
ηλέκτρισα
ηλέκτριση
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/9/9 11:00:54