请输入您要查询的单词:
单词
corruerunt
释义
corruerunt
Latin
Verb
corruērunt
third-person plural perfect active indicative of
corruō
随便看
αναφορικούς
αναφορικό
αναφορικός
αναφορικών
αναφορών
αναφουφουλιάζω
αναφουφούλιαζα
αναφροδισία
αναφροδισίας
αναφροδισίες
αναφροδισιακός
αναφροδισιών
αναφρόδιτος
αναφτέρωσα
αναφτερουγίζω
αναφτερώθηκα
αναφτερώνομαι
αναφτερώνω
αναφτός
αναφυλακτικός
αναφυλαξία
αναφυλαξίας
αναφυλλητά
αναφυλλητού
αναφυλλητό
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/2 4:55:51