αναφρόδιτος
Greek
Adjective
αναφρόδιτος • (anafróditos) m (feminine αναφρόδιτη, neuter αναφρόδιτο)
- lacking a sexual urge, unlibidinous
Declension
declension of αναφρόδιτος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναφρόδιτος | αναφρόδιτη | αναφρόδιτο | αναφρόδιτοι | αναφρόδιτες | αναφρόδιτα |
genitive | αναφρόδιτου | αναφρόδιτης | αναφρόδιτου | αναφρόδιτων | αναφρόδιτων | αναφρόδιτων |
accusative | αναφρόδιτο | αναφρόδιτη | αναφρόδιτο | αναφρόδιτους | αναφρόδιτες | αναφρόδιτα |
vocative | αναφρόδιτε | αναφρόδιτη | αναφρόδιτο | αναφρόδιτοι | αναφρόδιτες | αναφρόδιτα |
Related terms
- see: αφροδισία f (afrodisía, “sexual desire”)