请输入您要查询的单词:
单词
conduttura
释义
conduttura
Italian
Noun
conduttura
f
(
plural
condutture
)
pipe, conduit
main (gas etc)
随便看
σμηναγών
σμικρός
σμιλάκινος
Σμινθεύς
σμινύη
σμιρεύς
σμρος
σμυρναλκυόνες
σμυρναλκυόνη
σμυρναλκυόνης
σμυρναλκυόνων
σμχος
σμόκιν
σμύρις
Σμύρνα
σμύρνα
Σμύρνη
Σμύρνης
σμύρνινος
σμύρνιον
σμῆμα
σμῆνος
σμῖλαξ
σμῦρος
σμῶδιξ
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 13:15:54