请输入您要查询的单词:
单词
きっかり
释义
きっかり
Japanese
Adverb
きっかり
(
rōmaji
kikkari
)
exactly, sharp
随便看
εμπορευματοκιβώτιο
εμπορευματοποίηση
εμπορευματοποίησης
εμπορευματοποιήσεις
εμπορευματοποιήσεων
εμπορευματοποιήσεως
εμπορεύματα
εμπορεύματος
εμπορεύομαι
εμπορεύσιμα
εμπορεύσιμε
εμπορεύσιμες
εμπορεύσιμη
εμπορεύσιμης
εμπορεύσιμο
εμπορεύσιμοι
εμπορεύσιμος
εμπορεύσιμου
εμπορεύσιμους
εμπορεύσιμων
εμπορεύτηκα
εμπορικά
εμπορικέ
εμπορικές
εμπορικές αμαξοστοιχίες
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 16:57:35