请输入您要查询的单词:

 

单词 ἔρρωσο
释义

ἔρρωσο

Ancient Greek

Pronunciation

 
  • (5th BCE Attic) IPA(key): /ér̥.r̥ɔː.so/
  • (1st CE Egyptian) IPA(key): /ˈer.ro.so/
  • (4th CE Koine) IPA(key): /ˈer.ro.so/
  • (10th CE Byzantine) IPA(key): /ˈer.ro.so/
  • (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /ˈe.ro.so/

Verb

ἔρρωσο (érrhōso)

  1. perfect mediopassive imperative second-person singular of ῥώννυμι (rhṓnnumi)
  2. be in good health, goodbye, farewell

Αναφορές σε αρχαία κείμενα του 4ου και 5ου αιώνα π.χ.:

Ισοκράτης προς Τιμόθεο (Επιστολαί ζ’ ΤΙΜΟΘΕΩΙ) :” Έρρωσο, καν του δέη των παρ’ ημίν, επίστελλε..”

Αισχίνης προς Φιλοκράτη :”Ευτύχει κα μη πολιτεύου μηδέ πρόσκρουε μήτε τοις πλέον σου μήτε τοις έλαττον δυναμένοις. Έρρωσο.”

Επιστολές Πλάτωνος προς Διονύσιο : ”..έρρωσο και γίγνωσκε τοσούτον ημών διημαρτηκώς, ίνα προς τους άλλους βέλτιον προσφέρη..”

Αριστοτέλης προς Φίλιππον : ”το μεν γαρ μη αδικείν ίσως υπέρ άνθρωπον εστί, το δε πλανηθέντα διασώσασθαι επιφέρει τι καλόν και σφόδρα τούτο ευσταθούς διανοίας ίδιον εστί. Τα δ’ άλλα έρρωσο..’

References

  • ἔρρωσο”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
  • ἔρρωσο in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/10/2 10:05:57