ἐρωμένος
See also: ερωμένος and ἐρώμενος
Greek
Noun
ἐρωμένος • (ἐroménos) m (feminine ἐρωμένη)
- Katharevousa form of ερωμένος (eroménos)
单词 | ἐρωμένος |
释义 | ἐρωμένοςSee also: ερωμένος and ἐρώμενος |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。