ἀποκολοκυντώσεως
Ancient Greek
Noun
ἀποκολοκυντώσεως • (apokolokuntṓseōs) f
- singular genitive of ἀποκολοκύντωσις (apokolokúntōsis)
单词 | ἀποκολοκυντώσεως |
释义 | ἀποκολοκυντώσεως |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。