请输入您要查询的单词:
单词
accersam
释义
accersam
Latin
Verb
accersam
first-person singular future active indicative of
accersō
随便看
απαγορευτικός
απαγορεύθηκα
απαγορεύομαι
απαγορεύσεις
απαγορεύσεις κυκλοφορίας
απαγορεύσεων
απαγορεύσεως
απαγορεύτηκα
απαγορεύω
απαγχονίζομαι
απαγχονίζω
απαγχονίσεις
απαγχονίσεων
απαγχονίσεως
απαγχονίστηκα
απαγχονισμέ
απαγχονισμοί
απαγχονισμού
απαγχονισμούς
απαγχονισμό
απαγχονισμός
απαγχονισμών
απαγχόνισα
απαγχόνιση
απαγχόνισης
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 9:23:42