请输入您要查询的单词:
单词
bettlet
释义
bettlet
German
Verb
bettlet
Second-person
plural
subjunctive I of
betteln
.
随便看
πειρώμενος
πειρᾶν
πειρᾶσθαι
πειρῷντ'
πειρῷντο
πεις
Πεισίστρατος
πεισθέντες
πεισθέντων
πεισθείς
πεισθῆτε
Πεισιδίκη
Πεισιστράτου
Πεισιστρατίδης
πεισμένα
πεισμένε
πεισμένες
πεισμένη
πεισμένης
πεισμένο
πεισμένοι
πεισμένος
πεισμένου
πεισμένους
πεισμένων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 13:07:40