请输入您要查询的单词:
单词
ღებვა
释义
ღებვა
Georgian
Verbal noun
ღებვა
•
(
ɣebva
)
verbal noun of
ღებავს
(
ɣebavs
)
随便看
φιλῶ
φιμός
φιμόω
-φιν
Φινεύς
Φινλανδέζα
Φινλανδέζος
Φινλανδή
Φινλανδία
φινλανδικά
φινλανδικέ
φινλανδικές
φινλανδική
φινλανδικής
φινλανδικοί
φινλανδικού
φινλανδικούς
φινλανδικό
φινλανδικός
φινλανδικών
Φινλανδός
φιντάνι
φινόκια
φινόκιο
φινόκιου
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 6:16:59