请输入您要查询的单词:
单词
besitz
释义
besitz
See also:
Besitz
German
Verb
besitz
Imperative
singular
of
besitzen
.
随便看
αγωνοθέτριες
αγωνοθεσία
αγωνοθεσίας
αγωνοθετριών
αγωνοθετών
αγωροφέρνω
αγωρόφερνα
αγόγγυστος
αγόραζα
αγόρασα
αγόρευσα
αγόρευση
αγόρευσης
αγόρι
αγόρια
αγύμναστος
αγύρευτος
αγύριστος
αγύρτες
αγύρτη
αγύρτης
αγύρτικος
αγύρτισσα
αγύρτισσας
αγύρτισσες
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 19:12:13