请输入您要查询的单词:
单词
Beizmitteln
释义
Beizmitteln
German
Noun
Beizmitteln
n
dative plural of
Beizmittel
随便看
ανακοπών
ανακουνώ
ανακουφίζομαι
ανακουφίζω
ανακουφίσεως
ανακουφίστηκα
ανακουφιστικός
ανακούρκουδα
ανακούφισα
ανακούφιση
ανακούφισης
ανακράζω
ανακρέμασα
Ανακρέοντα
Ανακρέοντος
Ανακρέων
ανακρίβεια
ανακρίθηκα
ανακρίνομαι
ανακρίνομε
ανακρίνουμε
ανακρίνω
ανακρίσεις
ανακρίσεων
ανακρίσεως
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 16:03:27