请输入您要查询的单词:
单词
beförderest
释义
beförderest
German
Verb
beförderest
Second-person
singular
subjunctive I of
befördern
.
随便看
αρμέχτηκα
αρμίδι
αρμίδια
Αρμαγεδδων
αρμαδίλε
αρμαδίλλε
αρμαδίλλο
αρμαδίλλοι
αρμαδίλλος
αρμαδίλλου
αρμαδίλλους
αρμαδίλλων
αρμαδίλο
αρμαδίλοι
αρμαδίλος
αρμαδίλου
αρμαδίλους
αρμαδίλων
αρμαθιά
αρμαθιάζομαι
αρμαθιάζω
αρμαθιάς
αρμαθιάσματα
αρμαθιάσματος
αρμαθιάστηκα
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 17:50:44