请输入您要查询的单词:
单词
accampanerei
释义
accampanerei
Italian
Verb
accampanerei
first-person singular conditional of
accampanare
随便看
ἀποκλείομαι
ἀποκολοκυντώσεως
ἀποκολοκυντώσιος
ἀποκολοκύντωσις
ἀποκοπά
ἀποκοπάς
ἀποκοπή
ἀποκοπήν
ἀποκοπαί
ἀποκοπαῖν
ἀποκοπαῖς
ἀποκοπῆς
ἀποκοπῇ
ἀποκοπῶν
ἀποκρίνομαι
ἀποκρίνω
ἀποκρούομαι
ἀποκρύπτω
ἀποκτείνω
ἀποκτεῖναι
ἀποκυήμασι
ἀποκυήμασιν
ἀποκυήματα
ἀποκυήματε
ἀποκυήματι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 9:49:14