请输入您要查询的单词:
单词
ωφελήθηκε
释义
ωφελήθηκε
Greek
Verb
ωφελήθηκε
•
(
ofelíthike
)
3rd person singular simple past form of
ωφελούμαι
(
ofeloúmai
)
.
随便看
εἰσὶν
εἰσῆλθε
εἰχέτην
εἰχόμεθα
εἰχόμην
εἱαμενή
Εἱλώτης
Εἱλώτων
εἱματανωπερίβαλλος
εἱργμοφύλαξ
εἱργμός
εἴ
εἴα
εἴασε
εἴδατα
εἴδεται
εἴδομαι
εἴδομεν
εἴδω
εἴδωλον
εἴη
εἴημεν
εἴην
εἴης
εἴησαν
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 9:45:08