请输入您要查询的单词:
单词
ψηφισμάτων
释义
ψηφισμάτων
Greek
Noun
ψηφισμάτων
•
(
psifismáton
)
n
Genitive
plural
form of
ψήφισμα
(
psífisma
)
.
随便看
ημερονυκτίου
ημερονυκτίων
ημερονυχτίου
ημερονυχτίων
ημερονύκτια
ημερονύκτιο
ημερονύκτιου
ημερονύχτια
ημερονύχτιο
ημερονύχτιου
ημερωμάτων
ημερόβιος
ημερότητα
ημερότητας
ημερώθηκα
ημερώματα
ημερώματος
ημερών
ημερώνομαι
ημερώνω
ημι-
ημιαστέρα
ημιαστέρας
ημιαστέρες
ημιαστέρων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 0:38:14