ψευδοκύηση
Greek
Etymology
ψευδο- (psevdo-) + κύηση (kýisi, “pregnancy”)
Pronunciation
- IPA(key): /pse.vðoˈci.i.si/
- with article, feminine singular accusative την (tin): IPA(key): /tim‿bze.vðoˈci.i.si/
- Hyphenation: ψευ‧δο‧κύ‧η‧ση
Noun
ψευδοκύηση • (psevdokýisi) n (plural ψευδοκυήσεις)
- phantom pregnancy, pseudocyesis
- Synonym: ανεμογκάστρι (anemogkástri)
Declension
declension of ψευδοκύηση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ψευδοκύηση • | ψευδοκυήσεις • | |
genitive | ψευδοκύησης • | ψευδοκυήσεων • | |
accusative | ψευδοκύηση • | ψευδοκυήσεις • | |
vocative | ψευδοκύηση • | ψευδοκυήσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: ψευδοκυήσεως • |