χρυσοχοΐα
Greek
Noun
χρυσοχοΐα • (chrysochoḯa) f (plural χρυσοχοΐες)
- goldsmithing
- Coordinate terms: αργυροχοΐα (argyrochoḯa), αργυροχρυσοχοΐα (argyrochrysochoḯa)
Declension
declension of χρυσοχοΐα
case \\ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | χρυσοχοΐα • | χρυσοχοΐες • |
genitive | χρυσοχοΐας • | χρυσοχοϊών • |
accusative | χρυσοχοΐα • | χρυσοχοΐες • |
vocative | χρυσοχοΐα • | χρυσοχοΐες • |
Related terms
- see: χρυσός m (chrysós, “gold”)
Further reading
- χρυσοχοΐα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.