χλωρίδα
Greek
Etymology
From χλωρίς (khlōrís).
Noun
χλωρίδα • (chlorída) f (plural χλωρίδες)
- flora
Declension
declension of χλωρίδα
case \\ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | χλωρίδα • | χλωρίδες • |
genitive | χλωρίδας • | χλωρίδων • |
accusative | χλωρίδα • | χλωρίδες • |
vocative | χλωρίδα • | χλωρίδες • |
Coordinate terms
- πανίδα f (panída, “fauna”)
Further reading
- χλωρίδα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- χλωρίδα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el