χειρουργικός
Greek
Adjective
χειρουργικός • (cheirourgikós) m (feminine χειρουργική, neuter χειρουργικό)
- (medicine) surgical
Declension
declension of χειρουργικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειρουργικός | χειρουργική | χειρουργικό | χειρουργικοί | χειρουργικές | χειρουργικά |
genitive | χειρουργικού | χειρουργικής | χειρουργικού | χειρουργικών | χειρουργικών | χειρουργικών |
accusative | χειρουργικό | χειρουργική | χειρουργικό | χειρουργικούς | χειρουργικές | χειρουργικά |
vocative | χειρουργικέ | χειρουργική | χειρουργικό | χειρουργικοί | χειρουργικές | χειρουργικά |
Related terms
- see: χειρουργική f (cheirourgikí, “surgery”)