χειροκροτήσαμε
Greek
Verb
χειροκροτήσαμε • (cheirokrotísame)
- 1st person plural simple past form of χειροκροτώ (cheirokrotó).
单词 | χειροκροτήσαμε |
释义 | χειροκροτήσαμε |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。