χειροκίνητος
Greek
Etymology
χειρο- (cheiro-, “hand”) + κινητός (kinitós, “moveable”)
Adjective
χειροκίνητος • (cheirokínitos) m (feminine χειροκίνητη, neuter χειροκίνητο)
- manually operated, manual
Declension
declension of χειροκίνητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χειροκίνητος | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητοι | χειροκίνητες | χειροκίνητα |
genitive | χειροκίνητου | χειροκίνητης | χειροκίνητου | χειροκίνητων | χειροκίνητων | χειροκίνητων |
accusative | χειροκίνητο | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητους | χειροκίνητες | χειροκίνητα |
vocative | χειροκίνητε | χειροκίνητη | χειροκίνητο | χειροκίνητοι | χειροκίνητες | χειροκίνητα |