χαλαρωτικός
Greek
Adjective
χαλαρωτικός • (chalarotikós) m (feminine χαλαρωτική, neuter χαλαρωτικό)
- relaxing (helping to relax)
Declension
declension of χαλαρωτικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χαλαρωτικός | χαλαρωτική | χαλαρωτικό | χαλαρωτικοί | χαλαρωτικές | χαλαρωτικά |
genitive | χαλαρωτικού | χαλαρωτικής | χαλαρωτικού | χαλαρωτικών | χαλαρωτικών | χαλαρωτικών |
accusative | χαλαρωτικό | χαλαρωτική | χαλαρωτικό | χαλαρωτικούς | χαλαρωτικές | χαλαρωτικά |
vocative | χαλαρωτικέ | χαλαρωτική | χαλαρωτικό | χαλαρωτικοί | χαλαρωτικές | χαλαρωτικά |
Related terms
- see: χαλαρώνω (chalaróno, “to relax, to slacken”)