φωτοστέφανο
Greek
Noun
φωτοστέφανο • (fotostéfano) n (plural φωτοστέφανα)
- halo
Declension
declension of φωτοστέφανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φωτοστέφανο • | φωτοστέφανα • |
genitive | φωτοστέφανου • | φωτοστέφανων • |
accusative | φωτοστέφανο • | φωτοστέφανα • |
vocative | φωτοστέφανο • | φωτοστέφανα • |
Synonyms
- αίγλη f (aígli)
- άλως f (álos)
- δόξα f (dóxa)