φορητός υπολογιστής
Greek
Noun
φορητός υπολογιστής • (foritós ypologistís) m (plural φορητοί υπολογιστές)
- laptop computer
Related terms
- κομπιούτερ n (kompioúter, “computer”)
- επιτραπέζιος υπολογιστής m (epitrapézios ypologistís, “desktop computer”)
- ηλεκτρονικός υπολογιστής m (ilektronikós ypologistís)