φθορίδιο
Greek
Etymology
From φθόριο (fthório) + -ίδιο (-ídio), calque of English fluoride.
Pronunciation
- IPA(key): /fθoˈɾi.ði.o/
Noun
φθορίδιο • (fthorídio) n (plural φθορίδια)
- (inorganic chemistry) fluoride
Declension
declension of φθορίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | φθορίδιο • | φθορίδια • |
genitive | φθοριδίου • | φθοριδίων • |
accusative | φθορίδιο • | φθορίδια • |
vocative | φθορίδιο • | φθορίδια • |
Related terms
- χλωρίδιο (chlorídio)
- βρωμίδιο (vromídio)
- ιωδίδιο (iodídio)
Further reading
- φθόριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el