υπομειδιώ
Greek
Verb
υπομειδιώ • (ypomeidió) (past υπομειδίασα)
- smile slyly or inwardly
- Synonym: ανθυπομειδιώ (anthypomeidió)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.
单词 | υπομειδιώ |
释义 | υπομειδιώ |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。