请输入您要查询的单词:

 

单词 υποκειμενικός
释义

υποκειμενικός

Greek

Etymology

From υποκείμενο (ypokeímeno, subject) + -ικός (-ikós).

Adjective

υποκειμενικός (ypokeimenikós) m (feminine υποκειμενική, neuter υποκειμενικό)

  1. subjective
    Antonym: αντικειμενικός (antikeimenikós)
  2. (grammar) relating to the subject of a sentence

Declension

Further reading

  • υποκειμενικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
随便看

 

国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。

 

Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号 更新时间:2024/11/5 14:34:45