υπερβολή
See also: ὑπερβολή
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek ὑπερβολή (huperbolḗ).
Noun
υπερβολή • (ypervolí) f (plural υπερβολές)
- (mathematics, geometry) hyperbola (geometric curve)
- (linguistics) hyperbole (figure of speech)
Declension
declension of υπερβολή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπερβολή • | υπερβολές • |
genitive | υπερβολής • | υπερβολών • |
accusative | υπερβολή • | υπερβολές • |
vocative | υπερβολή • | υπερβολές • |
Related terms
- υπερβάλλω (ypervállo)
Further reading
Υπερβολή (γεωμετρία) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el