υπερβατικός
Greek
Adjective
υπερβατικός • (ypervatikós) m (feminine υπερβατική, neuter υπερβατικό)
- transcendental, transcendent
Declension
declension of υπερβατικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υπερβατικός | υπερβατική | υπερβατικό | υπερβατικοί | υπερβατικές | υπερβατικά |
genitive | υπερβατικού | υπερβατικής | υπερβατικού | υπερβατικών | υπερβατικών | υπερβατικών |
accusative | υπερβατικό | υπερβατική | υπερβατικό | υπερβατικούς | υπερβατικές | υπερβατικά |
vocative | υπερβατικέ | υπερβατική | υπερβατικό | υπερβατικοί | υπερβατικές | υπερβατικά |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο υπερβατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο υπερβατικός (o pio ypervatikós), etc.) |