υπακτικό
Greek
Noun
υπακτικό • (ypaktikó) n (plural υπακτικό)
- laxative
Declension
declension of υπακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υπακτικό • | υπακτικά • |
genitive | υπακτικού • | υπακτικών • |
accusative | υπακτικό • | υπακτικά • |
vocative | υπακτικό • | υπακτικά • |
Synonyms
- καθαρτικό n (kathartikó)
Adjective
υπακτικό • (ypaktikó)
- Accusative singular masculine form of υπακτικός (ypaktikós).
- Nominative, accusative and vocative singular neuter form of υπακτικός (ypaktikós).