请输入您要查询的单词:
单词
τσόλια
释义
τσόλια
Greek
Noun
τσόλια
•
(
tsólia
)
n
Nominative, accusative and vocative
plural
form of
τσόλι
(
tsóli
)
.
随便看
καιρούς
καιροῖς
καιροῦ
καιρό
καιρόν
καιρός
καιρών
καιρὸν
καιρὸς
καιρῶν
καιρῷ
Καισάρεια
καισίου
Καισαραυγοῦστα
Καισαρεύς
Καισαριάνη
Καισαριανή
και τα λοιπά
κακά
κακάκια
κακά μάτια
κακάο
κακάς
κακάσχημα
κακάσχημε
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/9/9 10:59:45