τουριστικός
Greek
Adjective
τουριστικός • (touristikós) m (feminine τουριστική, neuter τουριστικός)
- tourist, touristic
Declension
declension of τουριστικός
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τουριστικός | τουριστική | τουριστικό | τουριστικοί | τουριστικές | τουριστικά |
genitive | τουριστικού | τουριστικής | τουριστικού | τουριστικών | τουριστικών | τουριστικών |
accusative | τουριστικό | τουριστική | τουριστικό | τουριστικούς | τουριστικές | τουριστικά |
vocative | τουριστικέ | τουριστική | τουριστικό | τουριστικοί | τουριστικές | τουριστικά |
Related terms
- see: τουρισμός m (tourismós, “tourism”)