τοσκανικός
Greek
Adjective
τοσκανικός • (toskanikós) m (feminine τοσκανική, neuter τοσκανικό)
- Tuscan (relating to Tuscany or its people)
Declension
Declension of τοσκανικός
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | τοσκανικός • | τοσκανική • | τοσκανικό • | τοσκανικοί • | τοσκανικές • | τοσκανικά • |
genitive | τοσκανικού • | τοσκανικής • | τοσκανικού • | τοσκανικών • | τοσκανικών • | τοσκανικών • |
accusative | τοσκανικό • | τοσκανική • | τοσκανικό • | τοσκανικούς • | τοσκανικές • | τοσκανικά • |
vocative | τοσκανικέ • | τοσκανική • | τοσκανικό • | τοσκανικοί • | τοσκανικές • | τοσκανικά • |
Related terms
- see: Τοσκάνη f (Toskáni, “Tuscany”)